τυφεκισμός

τυφεκισμός
ο
βλ. τουφεκισμός, ο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τυφεκισμός — ο, Ν [τυφέκιο] 1. εκπυρσοκρότηση τυφεκίου 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με πυροβολισμούς τυφεκίου ή τυφεκίων …   Dictionary of Greek

  • τουφεκισμός — και ντουφεκισμός και τύφεκισμός, ο, Ν 1. η βολή σφαίρας από τουφέκι 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με ομαδικούς πυροβολισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω / ντουφεκίζω / τυφεκίζω. Ο τ. τυφεκισμός μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”